- πολύκαρπος
- -η, -οαυτός που παράγει πολλούς καρπούς, αλλ. εύκαρπος, γόνιμος: Πήγαν κατόπι στο πολύκαρπο χωράφι του παππού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Πολύκαρπος — fruitful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύκαρπος — fruitful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύκαρπος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Σμύρνης. Ήταν μαθητής του ευαγγελιστή Ιωάννη. Επίσκοπος Σμύρνης έγινε στο δεύτερο μισό της βασιλείας του Τραϊανού. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο, όταν ήταν ανθύπατος ο Στάτιος Κοδράτος. Έχει… … Dictionary of Greek
Γεωρκάτζης, Πολύκαρπος — (Παλαιοχώρι Κύπρου 1930 – 1970). Κύπριος πολιτικός και εθνικός αγωνιστής. Μετείχε δραστήρια στον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ (1955 59) και μετά την ανεξαρτησία διετέλεσε υπουργός Εσωτερικών και Αμύνης στις κυβερνήσεις του αρχιεπισκόπου Μακαρίου … Dictionary of Greek
Άγιος Πολύκαρπος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 330 μ., 207 κάτ.) της Ικαρίας. Βρίσκεται στις βόρειες πλαγιές του βουνού Αμμουδιά, στο δυτικό τμήμα της Ικαρίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ραχών του νομού Σάμου. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ.… … Dictionary of Greek
πολυκαρπότερον — πολύκαρπος fruitful adverbial comp πολύκαρπος fruitful masc acc comp sg πολύκαρπος fruitful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκαρπότατα — πολύκαρπος fruitful adverbial superl πολύκαρπος fruitful neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκαρπότατον — πολύκαρπος fruitful masc acc superl sg πολύκαρπος fruitful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύκαρπον — πολύκαρπος fruitful masc/fem acc sg πολύκαρπος fruitful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκαρποτάτην — πολύκαρπος fruitful fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)